Θέλω σήμερα να γράψω για το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει, αλλά όχι με τους όρους που συνήθως διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος, αλλά με τους όρους της πραγματικότητας όπως τουλάχιστον εγώ την αντιλαμβάνομαι.
Εδώ και καιρό προσπαθώ να γράψω κάποια πόστ για τα μεγάλα θέματα και τις μεγάλες αντιθέσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία σήμερα. Παρότι διαβάζω πολύ και ενημερώνομαι από πολλές πηγές, πουθενά δεν έχω βρει μία (κατά την γνώμη μου) συνεκτική ολική άποψη για τα γεγονότα, τις αιτίες και τις λύσεις που πρέπει να αναζητήσουμε. Είμαστε θαρρώ ακόμα εγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες – μεγάλο μέρος της κοινωνίας τουλάχιστον. Οι αναλύσεις που προβάλλονται ως προτάσεις εξόδου από την κρίση, είναι αποσπασματικές ή πλασματικές και σε κάθε περίπτωση μη-επιστημονικές.
Τι εννοώ με αυτό: Όταν θέλει κανείς να λύσει πραγματικά ένα πρόβλημα, και μάλιστα τόσο σύνθετο όσο το πρόβλημα της Οικονομίας μίας χώρας, θα πρέπει να συλλέξει όλα τα στοιχεία που μπορεί να βρει, να τα διασταυρώσει, να τα αξιολογήσει, να τα κατηγοριοποιήσει, να τα κατατάξει και τελικά να τα αναλύσει. Στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε καν αυτό. Πρέπει επειγόντως να μαζέψουμε τα στοιχεία και να συμφωνήσουμε επί αυτών, έτσι ώστε καθένας να επιχειρηματολογεί πάνω στα κοινά στοιχεία, και να μην προτάσσει μόνο όποια στοιχεία ή να χρησιμοποιεί όποια πηγή βολεύει την επιχειρηματολογία του.
Επίσης, όταν κάποιος αναλύει ένα πρόβλημα, δεν πρέπει να ξεκινά με την λύση ήδη προδιαγεγραμμένη μέσα στο μυαλό του. Αντίθετα: Πρέπει να επιδιώκει να βρει περιπτώσεις που αντικρούουν το θεωρητικό συμπέρασμά του. Ακόμα κι όταν κάποιος άλλος καταφέρνει να καταρρίψει ένα επιχείρημα ή ένα συμπέρασμά μας, δεν πρέπει να το βλέπουμε αυτό ως απειλή, αλλά ως συνεισφορά στην προσπάθεια επίλυσης του προβλήματός μας. Και το ιδεολογικό μας “οπλοστάσιο” το χρησιμοποιούμε στο τέλος, όταν, έχοντας συγκεντρώσει όλα τα δεδομένα, μπορούμε να προτείνουμε λύση. Και σε καμία περίπτωση δεν (πρέπει να) ξεκινούμε την ανάλυση μας ερμηνεύοντας τα προβλήματα βάσει της ιδεολογίας μας.
Όλα τα παραπάνω βέβαια, εφόσον θέλουμε να βρεθεί η βέλτιστη λύση στο πρόβλημα – και όχι απλά μία λύση που θα οδηγεί στην επόμενη μέρα που θα έχει συνθήκες που θα ευνοούν εμάς – σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας. Εάν οι πολιτικοί και τα κόμματα έχουν κάθε συμφέρον να επιδιώξουν κάτι τέτοιο, οι απλοί πολίτες θα πρέπει να τους εμποδίσουν, ή, ακόμη καλύτερα να τους εγκαταλείψουν.
Το πρώτο παράδειγμα που θα αναφέρω για να κάνω πιο σαφή την θέση μου είναι το παράδειγμα αυτής που ονομάζουμε “φιλελεύθερης” σχολής σκέψης. Μία από τις αρχές, από τις εμμονές θα έλεγα εγώ, αυτής της σχολής, είναι η προσπάθεια για ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, που αν πραγματοποιηθεί θα επιτρέψει μεγαλύτερη άνεση στον εργοδότη να μεταβάλλει τα ωράρια εργασίας, τις άδειες, τα ρεπό, βάσει των ανά περίσταση αναγκών του φόρτου εργασίας. Επίσης, παρέχονται συνήθως στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι η εργατική νομοθεσία στην Ελλάδα είναι από τις πιο αυστηρές στην Ε.Ε. και ότι, όπου έχει εφαρμοστεί η flexicurity, έχει επιτύχει σημαντικά οφέλη στην παραγωγικότητα.
Ωστόσο, αποσιωπάται εντελώς το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού απασχολείται ήδη (παρανόμως) σε ρυθμούς εξοντωτικούς. Αποσιωπάται το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού εργάζεται ανασφάλιστο. Αποσιωπάται το γεγονός ότι η επιθεώρηση εργασίας είναι ανύπαρκτη. Τι μπορείς να πεις στον υπάλληλο που είναι δηλωμένος για τετράωρη ημιαπασχόληση, αλλά στην πραγματικότητα εργάζεται εξαήμερο, δωδεκάωρο, χωρίς διάλλειμα;
Είναι η δικαιολογία “δεν φταίει η τρόικα για αυτό” ή “η ανάλυσή μου προϋποθέτει αυστηρό έλεγχο” επαρκής; Δεν είναι. Πολύ απλά, διότι συνήθως αυτός που το λέει αυτό, παράλληλα πιέζει για περιορισμό του Δημοσίου και άρα, και των ελεγκτών της επιθεώρησης εργασίας. Πως θα τα πετύχουμε λοιπόν και τα δύο αυτά μαζί;
Οπότε, δύο φορές λάθος: ΠΡΩΤΟΝ, αγνόηση ή απόκρυψη της πραγματικότητας, ΔΕΥΤΕΡΟΝ, αδύνατη λύση, λόγω έλλειψης (και αδυναμία ενίσχυσης) του ελεγκτικού μηχανισμού.
ΟΧΙ λοιπόν, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή η λύση. Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα στην ολότητά του και στην συνέχεια, να αντισταθμιστούν με κάποιον τρόπο τα προβλήματα που υπάρχουν. Μέχρι τότε, η πρότασή αυτή, δεν περνάει.
Το δεύτερο παράδειγμα, αφορά την αριστερή οπτική, που πολλές φορές τονίζει κι επιμένει ότι ο Δημόσιος τομέας στην Ελλάδα είναι στον μέσο όρο της Ε.Ε. και για αυτό, προσπάθειά ελάττωσης του είναι άδικη και κυρίως, θα στερήσει πολύτιμες υπηρεσίες από τις φτωχότερες ειδικά τάξεις.
Αυτός ο ισχυρισμός, δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη το γεγονός ότι ο Δημόσιος τομέας δεν λειτουργεί στην Ελλάδα. Απλά δεν λειτουργεί! Δεν φτάνω στο σημείο να πω ότι προκαλεί εμπόδια (πράγμα που ισχύει). Σίγουρα όμως είναι ανεπαρκές -για να μην πω τίποτα χειρότερο- να ισχυρίζεται κανείς, ότι αξίζει να πληρώνουμε τα χρήματα που πληρώνουμε για να έχουμε αυτή την ποιότητα υπηρεσιών. Ακόμη μία φορά, αγνοείται η πραγματικότητα, για να ταιριάξει με την ιδεοληψία μας.
Το τρίτο παράδειγμα, αφορά και πάλι την Αριστερά. Το να ισχυρίζεται κάποιος ότι “θα φορολογήσω τους πλουσίους” χωρίς να αναφέρεται καθόλου στην φοροδιαφυγή και στους τρόπους καταπολέμησής της, έτσι ώστε κάθε πολίτης να φορολογείται ανάλογα με την φοροδοτική του ικανότητα και όχι ανάλογα με την επαγγελματική του κάστα, είναι όχι μόνο ελλιπές, αλλά κυρίως απαράδεκτο. Παρότι ένα σωρό αξιόπιστες πηγές και έρευνες αναφέρουν ξανά και ξανά και ξανά το πρόβλημα, η εν Ελλάδι Αριστερά, επιλέγει να μην το λαμβάνει υπόψη.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, Αριστερή θέση θα ήταν η φορολογική ασυλία των μισθωτών για 10 χρόνια, διότι αυτοί σήκωσαν όλο το βάρος της λειτουργίας του κράτους τον καιρό του πάρτι και αμέσως μετά, μέχρι σήμερα, εξακολουθούν να συνεισφέρουν πασιφανώς και εντελώς δυσανάλογα στην συντήρησή του.
Αλλά τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Κι έχω φτάσει στο συμπέρασμα, ότι το πραγματικό θέμα σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι ποιά ιδεολογία θα εφαρμοστεί, αλλά από τι είδους ανθρώπους θα εφαρμοστεί.
Ανθρώπους που αναλύουν ολοκληρωμένα, ή ανθρώπους που αναλύουν κατά πως τους βολεύει;
Θέλω να γράψω κι άλλα πολλά. Έχω ένα σημειωματάριο πάνω στο γραφείο μου που σημειώνω τους τίτλους των πόστ που θέλω να γράψω. Διαβάζω: “Τι θα έκανα αν ήμουν τρόικα”. Επίσης: “Γιατί τα βάζω με τους Δημόσιους υπάλληλους". Κάποια άλλη φορά. Ελπίζω κι εύχομαι να μην περάσει πάλι ένας χρόνος.
Αλλά αυτό δεν είναι πάντα στο χέρι μας.